- αντισύνοδος
- ησύνοδος αντικανονικών επισκόπων ή εκείνη που δεν έχει συγκληθεί σύμφωνα με τους Κανόνες της Εκκλησίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek